- παπουτσίδικο
- παπουτσίδικο, το και παπουτσάδικο, τοκατάστημα ή εργαστήρι παπουτσιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπουτσήδικο — και παπουτσίδικο και παπουτσάδικο, το εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων ή κατάστημα όπου πωλούνται υποδήματα, υποδηματοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπούτσι + κατάλ. ήδικο / άδικο (πρβλ. παλιατζ ήδικο, βενζιν άδικο)] … Dictionary of Greek
υποδηματοποιείο — το εργαστήριο υποδηματοποιού, όπου κατασκευάζονται ή επισκευάζονται υποδήματα, τσαγκαράδικο, παπουτσίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)